-
1 ἐξάντης
ἐξάντης, ες, of patients,2 c. gen., free from,κακοῦ Ael.NA3.5
;νούσου Hp.Morb.1.14
, cf. Com.Adesp.1279 (= Trag.Adesp.151);δειλίας Jul.Or.6.192b
.3 = ἐξεστηκώς, μαινόμενος, EM346.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάντης
См. также в других словарях:
εξάντης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 31 χλμ. ΒΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * ἐξάντης, ες (Α) 1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω… … Dictionary of Greek